- προυλαουρασίνη
- η, Ν(βιοχ.) ετεροζίτης τών φύλλων τής δαφνοκεράσου, ο οποίος, υπό την επίδραση τού ενζύμου εμουλσίνη, δίνει με υδρόλυση γλυκόζη, βενζοϊκή αλδεΰδη και υδροκυάνιο, αλλ. προυλαουρασοζίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. prulaurasine < prulauras- (< Prunus lauracerasus «δαφνοκέρασο») + κατάλ. -ine τής χημ. ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.